- ἀναχαίνω
- ἀνα-χαίνω, gähnend den Mund öffnen; übh. den Mund aufsperren; auch von Wunden, aufklaffen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναχαίνω — (Α ἀναχαίνω) αναχάσκω* … Dictionary of Greek
λαχανιάζω — (Μ λαχανιάζω) ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά… … Dictionary of Greek